Jpthefish, CC BY-SA 4.0
<https://creativecommons.org/licenses/by-sa/4.0>, via Wikimedia Commons
Όπως κάθε γλώσσα, έτσι και η ισπανική,
αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ιστορία του λαού ή των λαών που την έχουν
σχηματίσει. Τα ισπανικά και οι περισσότερες γλώσσες της ευρωπαϊκής χερσονήσου
έχουν κοινή προέλευση. Οι γλωσσολόγοι μελετώντας αντιστοιχίες, σε φωνολογικό,
γραμματικό και λεξιλογικό επίπεδο, κατέληξαν στην ύπαρξη ενός κοινού προγόνου,
τον οποίο ονόμασαν ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. (Walter, 2007:15,16) Για παράδειγμα η λέξη madre ήταν mater στα λατινικά, mothar στα γοτθικά, mathir στα αρχαία ιρλανδικά (κέλτικα) και matar στην αρχαία ινδική γλώσσα. (Walter, 2007:15) «Δεν πρόκειται, ωστόσο, για
μία επιβεβαιωμένη γλώσσα, διότι δεν υπάρχει κανένα «ινδοευρωπαϊκό» γραπτό
κείμενο: αυτή η κοινή γλώσσα ανάγεται σε μία εποχή
όπου η γραφή δεν είχε ακόμη εφευρεθεί.» (Walter, 2007:15)
Προς το τέλος της 2ης χιλιετίας
π.Χ. οι κάτοικοι-φορείς των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (Κέλτες,
Ούμβριοι, Λατίνοι, Όσκοι κ.α.), όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί,
γειτνίαζαν με αυτόχθονες λαούς. Η Ιβηρική χερσόνησος κατοικούνταν από τους
Ίβηρες, των οποίων η καταγωγή είναι αμφιλεγόμενη. Επίσης, δεν είναι γνωστό «εάν
μιλούσαν μία ή περισσότερες γλώσσες, είτε της ίδιας οικογένειας είτε
διαφορετικών». (Aguilar,2001:
21)
Αρχικά περιορισμένοι στο κέντρο της
Ευρώπης, οι Κέλτες σταδιακά κατά τη διάρκεια της 2ης και της 1ης χιλιετίας
π.Χ. (Walter, 2007:78)
εξαπλώθηκαν φτάνοντας μέχρι τη Χισπανία, αρχαίο όνομα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Εγκατεστημένοι στην κοιλάδα του Έβρου, στα δυτικά της ζώνης που κατείχαν οι
Ακουιτανοί, βρίσκονταν σε επαφή με τους Ίβηρες και είναι γνωστοί με το όνομα
Κελτίβηρες. (Walter,
2007: 227)
«Παρ’όλο που αυτό το δυτικό άκρο της
Ευρώπης διατήρησε πολυάριθμα ίχνη μιας αρχαιότερης κατοίκησης, γνωρίζουμε
ελάχιστα τους πληθυσμούς που κατείχαν την περιοχή αυτή πριν την άφιξη των
Κελτών κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. Από τους τρεις μεγάλους
πληθυσμούς που προηγήθηκαν- τους Ακουιτανούς, τους Ίβηρες και τους Ταρτησσίους-
μόνο οι πρώτοι μπόρεσαν να επιζήσουν, χάρη στους απογόνους τους, τους Βάσκους.»
(Walter, 2007: 224)
Τα ιστορικά δεδομένα, οι επιγραφές, τα
τοπωνύμια και η εξέλιξη των διαλέκτων στην περιοχή αυτή ευνοούν την υπόθεση που
μας επιτρέπει να θεωρούμε τους Ακουιτανούς της Ρωμαϊκής Εποχής ως τους
προγόνους των σημερινών Βάσκων. (Walter, 2007: 224-225) Η βασκική, η μόνη από της προ ρωμαϊκές
γλώσσες που έχει επιβιώσει μέχρι και σήμερα, «εκτεινόταν από την περιοχή
όπου μιλιέται σήμερα έως τη Μεσόγειο». (Aguilar,2001: 23)
Παρόλο που σήμερα δεν είναι αποδεκτή η
θεωρία που θέλει τη βασκική γλώσσα κοινή σε όλη την Ιβηρική χερσόνησο, είναι
ωστόσο σαφές ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στις γλώσσες της ιβηρικής
και της βασκικής ζώνης που πιθανόν να οφείλονται σε κοινή προγενέστερη βάση. (Aguilar,2001: 23)
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Aguilar, ο όρος ibero μπορεί να είναι βασκικής προέλευσης, από
τον ποταμό Iberus (>Ebro),
από το βασκικό ibai, ibar που σημαίνει «ποταμός» (2001:
23)
Από την άλλη, η κέλτικη επιρροή ήταν εξίσου
σημαντική (Aguilar,2001:
23). Οι Κελτίβηρες μιλούσαν μία κέλτικη γλώσσα αρχαϊκού τύπου, πολύ διαφορετική
από τα γαλατικά και άφησαν μερικά ίχνη της γλώσσας τους σε πολλά τοπωνύμια
όπως La Coruña, Braga, Segovia. (Walter, 2007: 227) Η λέξη vascones (βάσκοι) φαίνεται κι αυτή να έχει κελτική ρίζα. (Aguilar,2001: 23)
Επιπλέον, όπως αναφέρει η Walter(2007: 226), η χερσόνησος ίσως να
καταλήφθηκε και από τους Λίγυρες, διότι οι λιγυριανές καταλήξεις -asco, -osco είναι συχνές στα τοπωνύμια της Ισπανίας. (Velascao, Biosca, Benasque)
Ωστόσο, οι προγενέστερες της λατινικής
γλώσσες άσκησαν μόνο έμμεση επιρροή. Τα ίχνη τους ανιχνεύονται κυρίως σε
τοπωνύμια και καταλήξεις. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κατά την μακρά περίοδο
διγλωσσίας που ακολούθησε τη Ρωμαϊκή εισβολή (από το 218 π.Χ.), οι προϋπάρχουσες
γλώσσες της Ιβηρικής δε λειτούργησαν ως «υπόστρωμα» (Aguilar,2001: 24).
Άλλωστε, «κατά τη διάρκεια της επέκτασής
της, η Ρώμη ποτέ δεν επέβαλε τη γλώσσα της, ούτε έλαβε μέτρα ενάντια στις
γλώσσες των ηττημένων: Τα ιβηρικά πιθανότατα εχρησιμοποιούντο μέχρι τα τέλη του
1ου αιώνα π.Χ.» (Walter, 2007: 142-143) Πολλά στοιχεία του λατινικού λεξιλογίου
προδίδουν εξάλλου τοπική προέλευση. Το gubia «σμίλη, γλυφίδα» φαίνεται ότι είναι δανεισμένο από τα
ιβηρικά. (Walter,
2007: 144)
Τα λατινικά λοιπόν αποτέλεσαν το επίστρωμα
και επιβλήθηκαν μέσα από μια μακροχρόνια διαδικασία κατά την οποί θα πρέπει,
σύμφωνα με τον Aguilar,
να συνυπολογιστούν ο διαφορετικός ρυθμός ενσωμάτωσης στο ρωμαϊκό κόσμο, το
κοινωνικοπολιτισμικό επίπεδο των πληθυσμών που εκρωμαίσθηκαν καθώς και το είδος
των λατινικών που διαδόθηκαν. (2001: 24)
Μάλιστα,
ο τελευταίος αυτός παράγοντας, δηλαδή η μορφή των λατινικών που διαδόθηκε
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά στην επιρροή της στην ισπανική
γλώσσα. Σύμφωνα με τη Walter (2007:147),
«πρέπει να παραδεχτούμε ότι δίπλα στα, αναλλοίωτα και αυστηρά, κλασικά
λατινικά που έφτασαν έως εμάς από τα γραπτά κείμενα των μεγάλων συγγραφέων,
υπήρχε μια άλλη λατινική γλώσσα, τα κοινά λατινικά, ασταθή και πολυποίκιλα, αυτά
των καθημερινών συνομιλιών, τα οποία ποτέ δεν τιμήθηκαν από τη λογοτεχνία διότι
εθεωρείτο ότι δεν είχαν κύρος. Όμως, σε αυτά τα άλλα λατινικά, τα λεγόμενα
κοινά, καταλήγουμε όταν επιστρέφουμε στην πηγή του μεγαλύτερου μέρους των
μορφών των σημερινών ρωμανικών γλωσσών.»
Για
παράδειγμα, ενώ τα κλασικά λατινικά είχαν συχνά δύο τύπους για να εκφράσουν την
ίδια έννοια, στις ρωμανικές γλώσσες, η μία από τις δύο εγκαταλείφθηκε και
αντικαταστάθηκε οριστικά από την πλέον καθημερινή μορφή, όπως παράδειγμα το
ρήμα loqui «μιλώ», το οποίο δεν διατηρήθηκε στις ρωμανικές γλώσσες, αλλά
έδωσε τη θέση του στο fabulare από όπου προέρχεται το hablar των ισπανικών. (Walter, 2007:151)
Άλλο παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί η
λέξη casa που
επικράτησε στην ισπανική γλώσσα, ενώ για το «σπίτι» οι Ρωμαίοι είχαν
τουλάχιστον τέσσερις όρους: domus «οικία», aedes που αναφέρεται μόνο στο κτίσμα, villa «αγροτική ιδιοκτησία, έπαυλη»
και casa «καλύβα,
παράγκα». «Ο πλέον ταπεινός όρος, το casa ήταν αυτό που επέζησε περισσότερο
στις ρωμανικές γλώσσες» (Walter, 2007:152)
«Οι γλώσσες που προέρχονται από τα
λατινικά διαφοροποιούνται, επίσης, σαφώς από τα κλασικά λατινικά από τις
πολλαπλές εκφραστικές μορφές, την αφθονία των υποκοριστικών, τις σύνθετες και
παραστατικές μορφές, τους αναλυτικούς τύπους που κατανοούνται αμεσότερα και τις
ενισχυμένες μορφές.» (Walter,
2007:154) Έτσι, οι σύνθετες μορφές των συγκριτικών σε –ior (π.χ. doctus-doctior, fortis-fortior) σταδιακά εξαφανίστηκαν δίνοντας τη θέση
τους σε αναλυτικές μορφές που συντίθενται με το magis «περισσότερο» το οποίο έγινε más στα ισπανικά (Walter, 2007: 154).
Επίσης, το γεγονός ότι η Ισπανία βρισκόταν
στα άκρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθώς και το ότι είχε ελάχιστες επαφές με
τις άλλες ρωμαϊκές αποικίες, εξηγεί το λόγο που η ισπανική γλώσσα δεν υιοθέτησε
ορισμένες μεταγενέστερες καινοτομίες που προέρχονταν από τη Ρώμη. (Walter, 2007: 229). Στην Ιβηρική χερσόνησο,
περισσότερο από οπουδήποτε αλλού τα λατινικά διατήρησαν τις αρχαίες τους
μορφές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη magnus, η οποία αντικαταστάθηκε σχεδόν παντού από
τη λέξη grandis.
Ωστόσο, η έκφραση tam magnus «τόσο μεγάλος» (συνοδευόμενη από
χειρονομία) διατηρήθηκε στην Ιβηρική χερσόνησο και από εκεί προέκυψε η
λέξη tamaño (μέγεθος). (Walter, 2007: 229).
Σύμφωνα με την Walter (2007: 229-230), υπάρχουν ατελείωτα
παραδείγματα αρχαίων λατινικών μορφών που διατηρήθηκαν στα ισπανικά και στα
πορτογαλικά, αλλά εγκαταλείφθηκαν από τις άλλες ρωμανικές γλώσσες της Δύσης,
όπως comedere>comer, mensa>mesa, formosus>hermoso, caput>cabeza, arena>arena, fervere>hervir κ.ο.κ.
Επίσης, η Ιβηρική χερσόνησος υπήρξε,
σύμφωνα με την Walter (2007:
230-231) γη των καινοτομιών. Για παράδειγμα το κλασικό λατινικό extinguere σβήνω, εξαλείφω) έχει διατηρηθεί στο
γαλλικό éteindre,
αλλά για την ίδια έννοια τα ισπανικά καινοτόμησαν χρησιμοποιώντας το apagar που έχει σχηματιστεί βάσει του appacare «κατευνάζω, ηρεμώ».
Παρά τις διακυμάνσεις στο χρόνο του
γλωσσικού εκρωμαϊσμού και τις γλωσσικές διαφοροποιήσεις ως προς τη γλωσσική
εξέλιξη από ζώνη σε ζώνη, «όταν στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ.
και κυρίως προς τον 5ο αιώνα έλαβαν χώρα οι γερμανικές
επιδρομές –των Βανδάλων στην Ανδαλουσία, των Σουηβών στη δύση, των Βησιγότθων
στην υπόλοιπη χώρα- το μεγαλύτερο τμήμα των τοπικών πληθυσμών είχε ήδη
εκλατινιστεί.» (Walter,
2007: 232).
Η επίδραση των βανδάλων στη γλώσσα υπήρξε
ελάχιστη. Τα λατινικά είχαν ήδη τόσο μεγάλη επιρροή, που οι Γότθοι, αντί να
επιβάλλουν τη γλώσσα τους, κατέληξαν να υιοθετήσουν το υπόστρωμα. Ελάχιστες
είναι και οι επιρροές τους στον τομέα του λεξιλογίου. Σύμφωνα με την Walter (2007: 233) «μπορούμε να
διακρίνουμε ως καθαρά βησιγοτθική τη λέξη tregua εξαιτίας του –g-».
Επίσης, «πολλά ισπανικά επίθετα και ονόματα είναι γερμανικής προέλευσης και,
πιο συγκεκριμένα, βησιγοτθικής: η πρώτη τους σημασία συνήθως συνδέεται με
χαρακτηριστικά ηθικής ή φυσικής δύναμης», όπως Adolfo < adal «ευγενής» + wulf «λύκος», Alfonso < all «όλα» + funs «προετοιμασμένος» , Alvaro < all «όλα» + varo «συνειδητός, ενημερωμένος», Rodrigo< hroth «δόξα» + ric «ισχυρός» κ.α. (Walter, 2007: 233). Το λεξιλόγιο της καθημερινής
ζωής επηρεάστηκε λιγότερο. Ωστόσο, φαίνεται ότι το falda «φούστα» ή το ganso «χήνα» αποτελούν δάνεια από τα
γερμανικά. (Walter,
2007: 234)
Αν όμως, οι γερμανικές επιδράσεις υπήρξαν
περιορισμένες, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την επιρροή των αραβικών.
«Αποβιβαζόμενοι κοντά στο Γιβραλτάρ το 711, οι Άραβες κατέκτησαν μέσα σε
λιγότερο από επτά χρόνια σχεδόν όλη τη Χερσόνησο, εκτός από μία μικρή περιοχή
στα βόρεια της χώρας, όπου είχε δημιουργηθεί μία μικρή εστία αντίστασης από
όπου και θα ξεκινούσε η Ανακατάληψη. Μετά από αιώνες διγλωσσίας με τη χρήση των
ρωμαϊκών / αραβικών ή, μερικές φορές, τριγλωσσίας με τη χρήση των ρωμαϊκών /
αραβικών της Ισπανίας / κλασικών αραβικών, τα ισπανικά διατήρησαν
αναρίθμητα ίχνη της γλώσσας των κατακτητών. Διότι, αν και αληθεύει ότι από τον
13ο αιώνα η μουσουλμανική Ισπανία είχε περιοριστεί μόνο στο
βασίλειο της Γρανάδας, πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι, από τον 11ο αιώνα,
τα αραβικά είχαν γίνει η γλώσσα του πολιτισμού στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας.»
(Walter, 2007: 235)
Σύμφωνα με τη (Walter, 2007: 236), περισσότερα από 1500
τοπωνύμια είναι αραβικής προέλευσης, όπως για παράδειγμα Alhambra, από
το la-hambra «το κόκκινο», Almería, από το al-miraya «ο πύργος της σκοπιάς», Guadalajara, «ο
ποταμός με τις πέτρες» από το wad «ρεύμα νερού» και το hajar «πέτρα», Gibraltar, από το Djabal al-Târiq «το βουνό του Ταρίκ», όνομα
ενός βερβέρου αρχηγού που αποβιβάστηκε πρώτος στην Ισπανία το 711. Ακόμη και
η Rambla,
ο περίφημος δρόμος της Βαρκελώνης, προέρχεται από το αραβικό al-rambla «αμμουδιά, ζώνη με άμμο στις όχθες ενός
ποταμού». (Walter,
2007: 236)
Στα ισπανικά, οι λέξεις αραβικής προέλευσης
έχουν το ασφαλές χαρακτηριστικό ότι αρχίζουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους
από α: albornoz (μπουρνούζι), alcaide (κυβερνήτης), alcatraz (πελεκάνος), almanaque (ημερολόγιο), aceite (λάδι), alfombra (χαλί), aldea (χωριό), algodón (βαμβάκι), arroz (ρύζι), azul (μπλε) και ούτω καθεξής.
«Αυτό
δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, διότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την παρουσία του
άρθρου αλ, το οποίο πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί τμήμα της δανεισμένης
λέξης. Όμως, μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί το /l/ έχει διατηρηθεί το almíbar «σιρόπι» και έχει χαθεί στο azúcar «ζάχαρη». Όλα εξηγούνται αν
γνωρίζουμε ότι στα αραβικά το σύμφωνο /l/ χανόταν για να ενωθεί με το πρώτο σύμφωνο
της επόμενης λέξης, όταν το τελευταίο ήταν ένα σύμφωνο που προφερόταν στην άκρη
της γλώσσας» (Walter, 2007: 238)
«Γύρω στην πρώτη χιλιετία άρχισε και η
ανάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου από τα χέρια των μουσουλμάνων, η ονομαζόμενη
αργότερα Reconquista.» (Le Goff, 2006: 95) Όπως είναι λογικό,
οι ιστορική αυτή εξέλιξη είχε συνέπειες και στον γλωσσικό τομέα. Η πολιτική
κατάσταση οδήγησε στη διαίρεση σε επιμέρους διαλέκτους και γλώσσες. «Μετά
την εξαφάνιση της μοζαραβικής γλώσσας, που αποτελούσε μείγμα χριστιανικών
διαλέκτων και αραβικής (το επίθετο μοζαραβικός προέρχεται από τη
λέξη musta’rab ή musta’rib, που σημαίνει εκείνον που εξαραβίζεται, ο
όρος ο οποίος εμφανίστηκε τον 9ο αιώνα), τον 13ο αιώνα
η καστιλιάνικη διάλεκτος είχε σβήσει τις περισσότερες διαλέκτους της
Χερσονήσου, όπως τη λεονική και τη διάλεκτο της Γαλικίας, η οποία παρέμεινε ως
ποιητική γλώσσα ολόκληρης της Χερσονήσου, και άφησε μόνο τα καταλανικά και τα
πορτογαλικά να επιζήσουν. Η ενοποίηση έγινε υπέρ της καστιλιάνικης διαλέκτου.» (Le Goff, 2006: 246)
Η επικράτηση της καστιλιάνικης δεν ήταν
προϊόν κάποιας βασιλικής βούλησης αλλά μάλλον η γενίκευση μιας συνηθισμένης
πρακτικής. Η επικράτηση αυτή σηματοδοτείται από ‘Ασμα του Σιντ [Cantar de mio Cid], στα μέσα του 12ου αιώνα.
Ο Σιντ ήταν ευγενής τυχοδιώκτης που ίδρυσε, το1094, το πρώτο χριστιανικό κράτος
σε μουσουλμανικό έδαφος, γύρω από τη Βαλένθια. Υπηρετώντας και τους χριστιανούς
και τους μουσουλμάνους μονάρχες, υπήρξε ένας «τυχοδιώκτης των
συνόρων και πήρε το πατρωνύμιο Σιντ από το αραβικό Sayyid, που σημαίνει άρχοντας, αφέντης. (Le Goff, 2006: 249)
Τη στιγμή που τα καστιλιάνικα αρχίζουν να
διαδίδονται, μεταξύ του 11ου και του 13ου αιώνα,
δέχονται τις επιδράσεις που έρχονται πέρα από τα Πυρηναία, οι οποίες ευνοούνται
από το camino francés,
έναν προσκυνηματικό δρόμο που οδηγεί
στη Γαλικία. Εκεί, και συγκεκριμένα στην Κομποστέλα,
ανακαλύφθηκε ο τάφος του απόστολου Ιακώβου. Από τη στιγμή της ανακάλυψής του,
γύρω στα 820 με 830, ο τάφος αυτός, πάνω στον οποίο άρχισαν να χτίζουν όλο και
πολυτελέστερα ιερά, έγινε σιγά σιγά το κέντρο ενός προσκυνήματος που, από τον
12ο αιώνα, αποτέλεσε το τρίτο μεγάλο προσκύνημα της
χριστιανοσύνης μετά την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη. (Le Goff, 2006: 95)
Η
ίδρυση μονών από το Κλυνύ οδηγούν στην εισαγωγή πολλών γαλλικών ή προβηγκιακών
όρων : «οι προσκυνητές κατεβαίνουν σε mesones, τρέφονται από manjares και viandas που καρυκεύουν με vinagre» (Walter, 2007: 252). Επίσης, οι γάμοι μεταξύ
Ισπανών βασιλέων και των Γαλλίδων πριγκιπισσών ευνοούν τις επαφές με τη γαλλική
γλώσσα, η οποία αφήνει και άλλα ίχνη στα ισπανικά, όπως οι λέξεις homenaje, mensaje κ.ο.κ (Walter, 2007: 252-253).
Τον
14ο αιώνα παγιώνονται «οι μεγάλες φωνητικές αλλαγές ου
συγκρότησαν τη γλώσσα». (Aguilar,2001:
247). Όπως αναφέρει και η Walter (2007: 251), «μεταξύ όλων των ρωμανικών διαλέκτων της
Χερσονήσου, τα καστιλιάνικα υπήρξαν τα πλέον πρωτοπόρα. Για παράδειγμα, αν και
όλες οι άλλες διάλεκτοι διατηρούν άθικτο το αρχικό f- των λατινικών, οι κάτοικοι της Καστίλης,
αναμφίβολα υπό την επιρροή των Βάσκων που τους περιβάλλουν, το πρόφεραν ως ένα
πραγματικό /h/,
του οποίου η άρθρωση, κατόπιν, αδυνάτισε μέχρι να εξαφανιστεί εντελώς.» Για παράδειγμα: farina > harina «αλεύρι».
Κατά τον αιώνα που ακολουθεί, τον 15ο,
συνεχίζεται και ισχυροποιείται η γαλλική επίδραση (Aguilar,2001: 248). Τα γαλλικά παρέχουν ένα μεγάλο
πλήθος λέξεων, μεταξύ των οποίων galá, jardín, brazalete. Εντωμεταξύ αρχίζει να διαφαίνεται μια διείσδυση ιταλικών όρων
κυρίως στον τομέα της ναυτιλίας (tramontana, brújula), στον εμπορικό τομέα (banco, mercancia) αλλά και στον τομέα της λογοτεχνίας (novela, soneto).
Ένα άλλο πολύ σημαντικό γεγονός την ιστορία
της Ισπανίας, που σηματοδότησε και την εξάπλωση της ισπανικής γλώσσας στην
Νότια Αμερική, είναι η κατάκτηση και ο εποικισμός των εδαφών του Νέου Κόσμου. Η
κατάκτηση της ηπείρου έλαβε χώρα μεταξύ 1519 και 1540 (Aguilar,2001: 256). «Οι γλώσσες αραουάκ και
καραϊμπε, γλώσσες των Αντιλλών, της Φλόριδας, των ακτών της Βενεζουέλας και της
Κολομβίας που σήμερα έχουν χαθεί , είναι οι πρώτες που έρχονται σε επαφή με τα
ισπανικά.» (Walter 2007:
269). Από τις γλώσσες αυτές εισήχθηκαν στα ισπανικά πολλές λέξεις, μεταξύ των
οποίων οι canoa, tobaco, maíz, caníbal, butaca κ.α.
Από τη γλώσσα των Αζτέκων, τα ναχουάτλ, τα
ισπανικά δανείστηκαν λέξεις όπως aguacate, tomate, chocolate, cacao, cacahuete κ.α.(Walter 2007: 269).Αντιλαμβάνεται κανείς ότι
πρόκειται κυρίως για λεξιλογικούς όρους που περιγράφουν καινούριες
πραγματικότητες του Νέου Κόσμου και δεν είναι περίεργο που τα νέα προϊόντα και
αντικείμενα εισήχθηκαν και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες με τις ίδιες
περίπου ονομασίες.
«Κατά
τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα τα ισπανικά
γνώρισαν μία από τις περιόδους μέγιστης ανάπτυξης του λεξιλογίου τους. (Aguilar,2001:285)
Μεταξύ των δανείων από τις ευρωπαϊκές
γλώσσες, η συνεισφορά των γερμανικών λέξεων ήταν μάλλον η μικρότερη. Ωστόσο
άφησε κάποια ίχνη στο λεξιλόγιο. Η λέξη bigote «μουστάκι», για παράδειγμα, αποτελεί
αλλοίωση του Bî gott! που
οι Ελβετοί και μυστακιοφόροι μισθοφόροι κραύγαζαν την εποχή των Καθολικών
Βασιλέων στον πόλεμο της Γρανάδας. Από την άλλη, η λέξη escaparate «βιτρίνα», η οποία προέρχεται από το
φλαμανδικό schaparade «ντουλάπι», αντικατέστησε στην
Ισπανία τη λέξη vidriera (που συνέχισε να χρησιμοποιείται στην
Αμερική). (Walter 2007:270-271)
Τα πορτογαλικά από την άλλη, ήταν στη μόδα
τον 17ο αιώνα και άφησαν λέξεις όπως marmelada «μαρμελάδα» ή το echar de menos «μετανιώνω, βαριέμαι» (Walter 2007: 271)
Τον 18ο αιώνα η εισροή του
γαλλικού λεξιλογίου διπλασιάζεται, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες γλώσσες
μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά με λέξεις όπως detalle, modista, coqueta, pantalón, burocracia, besamel, chófer κ.ο.κ. (Walter 2007: 271-272)
Τέλος, τα αγγλικά, τα οποία είχαν αγνοηθεί
εντελώς κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα,
αρχίζουν να διεισδύουν στα ισπανικά τον 18ο αιώνα, αρχικά στη
λογοτεχνία και συχνά μέσω των γαλλικών (vagón, tranvía, túnel, lider, mitin, turista). Αυτή η διείσδυση αυξάνεται ως τις μέρες
μας με λέξεις όπως jersey, esnobismo, party, marqueting, gangster, esmoquin, supermercado κ.α.) (Walter 2007: 272)
Για να φτάσουμε τελικά στον 20ου αιώνα,
από τα μέσα του οποίου, τα αγγλικά που έρχονται από την Αμερική εισάγονται
μαζικά στα ισπανικά, όπως και σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. (Aire
acondicionado, grupi, jipi, software κ.α.)
Η
εξέλιξη της ισπανικής γλώσσας φυσικά συνεχίζεται ακόμη. Κάθε ζωντανή γλώσσα
εμπλουτίζεται και ανανεώνεται συνεχώς αλλά και αντιστέκεται και επιβιώνει από
τις εισβολές άλλων γλωσσών. Είναι λοιπόν φυσικό να υπάρχει ένας αδιάκοπος
δανεισμός νέων λέξεων που περιγράφουν νέες πραγματικότητες αλλά και εξαφάνιση
παλαιότερων τύπων που δεν έχουν πλέον καμία χρησιμότητα.
Στην περίπτωση των ισπανικών υπάρχει μια μεγάλη ιδιαιτερότητα.
Πρόκειται για μια γλώσσα που μιλιέται σε μια πολύ μεγάλη γεωγραφική
έκταση του σύγχρονου κόσμου και πολύ μακριά από το γεωγραφικό χώρο που τη
γέννησε. Μιλάμε βέβαια για την περίπτωση της Λατινικής Αμερικής. Η γειτνίαση
των ισπανόφωνων με τους αγγλόφωνους, κυρίως στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικό αλλά και η
μεγάλη επαφή της αγγλικής και ισπανικής γλώσσας και κουλτούρας μέσα στα σύνορα
των ΗΠΑ οδηγούν σε πολύ ταχύτερες αλλαγές στις ισπανικές ποικιλίες της Αμερικής
από ότι σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Le Goff J. (2006) Η
Ευρώπη γεννήθηκε τον Μεσαίωνα;, Αθήνα: Πόλις
Walter H. (2007) Η
περιπέτεια των γλωσσών της Δύσης, Αθήνα: Ενάλιος
Aguilar R. C. (2001) Η
ισπανική γλώσσα δια μέσου των αιώνων, Πάτρα: ΕΑΠ